Translation meaning & definition of the word "tragedy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραγωδία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tragedy
[Τραγωδία]/træʤədi/
noun
1. An event resulting in great loss and misfortune
- "The whole city was affected by the irremediable calamity"
- "The earthquake was a disaster"
- synonym:
- calamity ,
- catastrophe ,
- disaster ,
- tragedy ,
- cataclysm
1. Ένα γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια και ατυχία
- "Ολόκληρη η πόλη επηρεάστηκε από την αθεράπευτη συμφορά"
- "Ο σεισμός ήταν καταστροφή"
- συνώνυμο:
- καταστροφή ,
- τραγωδία ,
- κατακλυσμός
2. Drama in which the protagonist is overcome by some superior force or circumstance
- Excites terror or pity
- synonym:
- tragedy
2. Δράμα στο οποίο ο πρωταγωνιστής ξεπερνιέται από κάποια ανώτερη δύναμη ή περίσταση
- Ενθουσιάζει τον τρόμο ή τον οίκτο
- συνώνυμο:
- τραγωδία
Examples of using
The real tragedy of the poor is the poverty of their aspirations.
Η πραγματική τραγωδία των φτωχών είναι η φτώχεια των προσδοκιών τους.
The death of one man is a tragedy, the death of millions is a statistic.
Ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι μια τραγωδία, ο θάνατος εκατομμυρίων είναι μια στατιστική.
I prefer comedy to tragedy.
Προτιμώ την κωμωδία από την τραγωδία.