Translation meaning & definition of the word "traffic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυκλοφορία" στην ελληνική γλώσσα
Traffic
[Κυκλοφορία]noun
1. The aggregation of things (pedestrians or vehicles) coming and going in a particular locality during a specified period of time
- synonym:
- traffic
1. Η συγκέντρωση των πραγμάτων (πεζόροι ή οχήματα) έρχεται και πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
2. Buying and selling
- Especially illicit trade
- synonym:
- traffic
2. Αγορά και πώληση
- Ειδικά το παράνομο εμπόριο
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
3. The amount of activity over a communication system during a given period of time
- "Heavy traffic overloaded the trunk lines"
- "Traffic on the internet is lightest during the night"
- synonym:
- traffic
3. Το μέγεθος της δραστηριότητας σε ένα σύστημα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης χρονικής περιόδου
- "Η βαριά κυκλοφορία υπερφόρτωσε τις γραμμές του κορμού"
- "Η κυκλοφορία στο διαδίκτυο είναι ελαφρύτερη κατά τη διάρκεια της νύχτας"
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
4. Social or verbal interchange (usually followed by `with')
- synonym:
- dealings ,
- traffic
4. Κοινωνική ή λεκτική ανταλλαγή (συνήθως ακολουθούμενη από `με )
- συνώνυμο:
- συναλλαγές ,
- κυκλοφορία
verb
1. Deal illegally
- "Traffic drugs"
- synonym:
- traffic
1. Αντιμετωπίζω παράνομα
- "Φάρμακα κυκλοφορίας"
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
2. Trade or deal a commodity
- "They trafficked with us for gold"
- synonym:
- traffic
2. Εμπόριο ή διαπραγμάτευση εμπορευμάτων
- "Διακινούνται μαζί μας για χρυσό"
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία