Translation meaning & definition of the word "trader" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trader
[Εμπορευόμενοσ]/tredər/
noun
1. Someone who purchases and maintains an inventory of goods to be sold
- synonym:
- trader ,
- bargainer ,
- dealer ,
- monger
1. Κάποιος που αγοράζει και διατηρεί απογραφή αγαθών προς πώληση
- συνώνυμο:
- έμπορος ,
- διαπραγματευτήσ ,
- μάγκερ