Translation meaning & definition of the word "trade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπόριο" στην ελληνική γλώσσα
Trade
[Εμπόριο]noun
1. The commercial exchange (buying and selling on domestic or international markets) of goods and services
- "Venice was an important center of trade with the east"
- "They are accused of conspiring to constrain trade"
- synonym:
- trade
1. Η εμπορική ανταλλαγή (αγορά και πώληση σε εγχώριες ή διεθνείς αγορές) αγαθών και υπηρεσιών
- "Η βενετία ήταν ένα σημαντικό κέντρο εμπορίου με την ανατολή"
- "Κατηγορούνται ότι συνωμοτούν για να περιορίσουν το εμπόριο"
- συνώνυμο:
- εμπόριο
2. The skilled practice of a practical occupation
- "He learned his trade as an apprentice"
- synonym:
- trade ,
- craft
2. Η εξειδικευμένη πρακτική ενός πρακτικού επαγγέλματος
- "Μαθαίνει το εμπόριό του ως μαθητευόμενος"
- συνώνυμο:
- εμπόριο ,
- σκάφος
3. The business given to a commercial establishment by its customers
- "Even before noon there was a considerable patronage"
- synonym:
- trade ,
- patronage
3. Η επιχείρηση που παρέχεται σε εμπορική εγκατάσταση από τους πελάτες της
- "Ακόμη και πριν το μεσημέρι υπήρχε μια σημαντική προστασία"
- συνώνυμο:
- εμπόριο ,
- προστασία
4. A particular instance of buying or selling
- "It was a package deal"
- "I had no further trade with him"
- "He's a master of the business deal"
- synonym:
- deal ,
- trade ,
- business deal
4. Μια συγκεκριμένη περίπτωση αγοράς ή πώλησης
- "Ήταν μια συμφωνία πακέτου"
- "Δεν είχα άλλο εμπόριο μαζί του"
- "Είναι κύριος της επιχειρηματικής συμφωνίας"
- συνώνυμο:
- συμφωνία ,
- εμπόριο ,
- επιχειρηματική συμφωνία
5. People who perform a particular kind of skilled work
- "He represented the craft of brewers"
- "As they say in the trade"
- synonym:
- craft ,
- trade
5. Άτομα που εκτελούν ένα συγκεκριμένο είδος εξειδικευμένης εργασίας
- "Αντιπροσώπευε την τέχνη των ζυθοποιών"
- "Όπως λένε στο εμπόριο"
- συνώνυμο:
- σκάφος ,
- εμπόριο
6. Steady winds blowing from east to west above and below the equator
- "They rode the trade winds going west"
- synonym:
- trade wind ,
- trade
6. Σταθεροί άνεμοι που φυσούν από την ανατολή προς τα δυτικά πάνω και κάτω από τον ισημερινό
- "Καβαλούσαν τους εμπορικούς ανέμους πηγαίνοντας δυτικά"
- συνώνυμο:
- εμπορικός άνεμος ,
- εμπόριο
7. An equal exchange
- "We had no money so we had to live by barter"
- synonym:
- barter ,
- swap ,
- swop ,
- trade
7. Ίση ανταλλαγή
- "Δεν είχαμε χρήματα, έτσι έπρεπε να ζήσουμε με ανταλλαγή"
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- επιτίθεμαι ,
- εμπόριο
verb
1. Engage in the trade of
- "He is merchandising telephone sets"
- synonym:
- trade ,
- merchandise
1. Εμπλέκεται στο εμπόριο των
- "Εμπορεύεται τηλεφωνικά σετ"
- συνώνυμο:
- εμπόριο ,
- εμπορεύματα
2. Turn in as payment or part payment for a purchase
- "Trade in an old car for a new one"
- synonym:
- trade ,
- trade in
2. Ενεργοποιήστε ως πληρωμή ή μέρος πληρωμής για μια αγορά
- "Εμπόριο σε ένα παλιό αυτοκίνητο για ένα νέο"
- συνώνυμο:
- εμπόριο
3. Be traded at a certain price or under certain conditions
- "The stock traded around $20 a share"
- synonym:
- trade
3. Να διαπραγματεύονται με συγκεκριμένη τιμή ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις
- "Το απόθεμα αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης περίπου $20 μια μετοχή"
- συνώνυμο:
- εμπόριο
4. Exchange or give (something) in exchange for
- synonym:
- trade ,
- swap ,
- swop ,
- switch
4. Ανταλλαγή ή να δώσει (σοδι) σε αντάλλαγμα για
- συνώνυμο:
- εμπόριο ,
- ανταλλαγή ,
- επιτίθεμαι ,
- διακόπτης
5. Do business
- Offer for sale as for one's livelihood
- "She deals in gold"
- "The brothers sell shoes"
- synonym:
- deal ,
- sell ,
- trade
5. Κάνω επιχείρηση
- Προσφορά προς πώληση όσον αφορά τα προς το ζην
- "Ασχολείται με το χρυσό"
- "Τα αδέρφια πουλάνε παπούτσια"
- συνώνυμο:
- συμφωνία ,
- πωλώ ,
- εμπόριο