Translation meaning & definition of the word "tractor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρακτέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tractor
[Τρακτέρ]/træktər/
noun
1. A wheeled vehicle with large wheels
- Used in farming and other applications
- synonym:
- tractor
1. Ένα τροχοφόρο όχημα με μεγάλους τροχούς
- Χρησιμοποιείται στη γεωργία και σε άλλες εφαρμογές
- συνώνυμο:
- τρακτέρ
2. A truck that has a cab but no body
- Used for pulling large trailers or vans
- synonym:
- tractor
2. Ένα φορτηγό που έχει ταξί αλλά όχι σώμα
- Χρησιμοποιείται για το τράβηγμα μεγάλων ρυμουλκουμένων ή φορτηγών
- συνώνυμο:
- τρακτέρ
Examples of using
My dream is to buy a Lamborghini tractor.
Το όνειρό μου είναι να αγοράσω ένα τρακτέρ Λαμποργκίνι.