Translation meaning & definition of the word "tract" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρακτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tract
[Τραβώ]/trækt/
noun
1. An extended area of land
- synonym:
- tract ,
- piece of land ,
- piece of ground ,
- parcel of land ,
- parcel
1. Μια εκτεταμένη έκταση γης
- συνώνυμο:
- επιφάνεια ,
- κομμάτι γης ,
- κομμάτι του εδάφους ,
- αγροτεμάχιο ,
- πακέτο
2. A system of body parts that together serve some particular purpose
- synonym:
- tract
2. Ένα σύστημα μερών του σώματος που μαζί εξυπηρετούν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
- συνώνυμο:
- επιφάνεια
3. A brief treatise on a subject of interest
- Published in the form of a booklet
- synonym:
- tract ,
- pamphlet
3. Μια σύντομη πραγματεία για ένα θέμα ενδιαφέροντος
- Δημοσιεύεται με τη μορφή φυλλαδίου
- συνώνυμο:
- επιφάνεια ,
- φυλλάδιο
4. A bundle of myelinated nerve fibers following a path through the brain
- synonym:
- nerve pathway ,
- tract ,
- nerve tract ,
- pathway
4. Μια δέσμη μυελοποιημένων νευρικών ινών ακολουθώντας μια διαδρομή μέσω του εγκεφάλου
- συνώνυμο:
- νευρική οδός ,
- επιφάνεια ,
- νευρικό σύστημα ,
- διάβαση