Translation meaning & definition of the word "tracked" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθησε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tracked
[Παρακολουθείται]/trækt/
adjective
1. Having tracks
- "New snow tracked by rabbits"
- "Tracked vehicles"
- synonym:
- tracked
1. Έχοντας ίχνη
- "Νέο χιόνι που παρακολουθείται από κουνέλια"
- "Παρακολουθούμενα οχήματα"
- συνώνυμο:
- παρακολουθείται