Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "track" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κομμάτι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Track

[Πίστα]
/træk/

noun

1. A line or route along which something travels or moves

  • "The hurricane demolished houses in its path"
  • "The track of an animal"
  • "The course of the river"
    synonym:
  • path
  • ,
  • track
  • ,
  • course

1. Μια γραμμή ή μια διαδρομή κατά μήκος της οποίας κάτι ταξιδεύει ή κινείται

  • "Ο τυφώνας γκρέμισε σπίτια στο πέρασμά του"
  • "Το κομμάτι ενός ζώου"
  • "Η πορεία του ποταμού"
    συνώνυμο:
  • μονοπάτι
  • ,
  • πίστα
  • ,
  • πορεία

2. Evidence pointing to a possible solution

  • "The police are following a promising lead"
  • "The trail led straight to the perpetrator"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • track
  • ,
  • trail

2. Στοιχεία που δείχνουν μια πιθανή λύση

  • "Η αστυνομία ακολουθεί ένα πολλά υποσχόμενο προβάδισμα"
  • "Το ίχνος οδηγούσε κατευθείαν στον δράστη"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • πίστα
  • ,
  • μονοπάτι

3. A pair of parallel rails providing a runway for wheels

    synonym:
  • track

3. Ένα ζευγάρι παράλληλων σιδηροτροχιών που παρέχουν διάδρομο για τροχούς

    συνώνυμο:
  • πίστα

4. A course over which races are run

    synonym:
  • racetrack
  • ,
  • racecourse
  • ,
  • raceway
  • ,
  • track

4. Μια διαδρομή στην οποία διεξάγονται αγώνες

    συνώνυμο:
  • πίστα
  • ,
  • ιπποδρόμιο
  • ,
  • αγωνιστική οδό

5. A distinct selection of music from a recording or a compact disc

  • "He played the first cut on the cd"
  • "The title track of the album"
    synonym:
  • cut
  • ,
  • track

5. Μια ξεχωριστή επιλογή μουσικής από μια ηχογράφηση ή έναν συμπαγή δίσκο

  • "Έπαιξε το πρώτο κόψιμο στο cd"
  • "Το ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ"
    συνώνυμο:
  • κόβω
  • ,
  • πίστα

6. An endless metal belt on which tracked vehicles move over the ground

    synonym:
  • track
  • ,
  • caterpillar track
  • ,
  • caterpillar tread

6. Μια ατελείωτη μεταλλική ζώνη στην οποία τα ιχνηλατούμενα οχήματα κινούνται πάνω από το έδαφος

    συνώνυμο:
  • πίστα
  • ,
  • πίστα κάμπιας
  • ,
  • πέλμα κάμπιας

7. (computer science) one of the circular magnetic paths on a magnetic disk that serve as a guide for writing and reading data

    synonym:
  • track
  • ,
  • data track

7. (επιστήμη υπολογιστών) μία από τις κυκλικές μαγνητικές διαδρομές σε έναν μαγνητικό δίσκο που χρησιμεύουν ως οδηγός για τη γραφή και την ανάγνωση δεδομένων

    συνώνυμο:
  • πίστα
  • ,
  • παρακολούθηση δεδομένων

8. A groove on a phonograph recording

    synonym:
  • track

8. Ένα αυλάκι σε μια εγγραφή φωνογράφου

    συνώνυμο:
  • πίστα

9. A bar or pair of parallel bars of rolled steel making the railway along which railroad cars or other vehicles can roll

    synonym:
  • track
  • ,
  • rail
  • ,
  • rails
  • ,
  • runway

9. Μια ράβδος ή ένα ζεύγος παράλληλων ράβδων από έλαση χάλυβα που κατασκευάζει τον σιδηρόδρομο κατά μήκος του οποίου μπορούν να κυλήσουν σιδηροδρομικά βαγόνια ή άλλα οχήματα

    συνώνυμο:
  • πίστα
  • ,
  • σιδηρόδρομος
  • ,
  • ράγεσ
  • ,
  • παίζων

10. Any road or path affording passage especially a rough one

    synonym:
  • track
  • ,
  • cart track
  • ,
  • cartroad

10. Οποιοσδήποτε δρόμος ή μονοπάτι που παρέχει πέρασμα ιδιαίτερα ακατέργαστο

    συνώνυμο:
  • πίστα
  • ,
  • κομμάτι καροτσακιών
  • ,
  • καροτσάκι

11. The act of participating in an athletic competition involving running on a track

    synonym:
  • track
  • ,
  • running

11. Η πράξη της συμμετοχής σε αθλητικό διαγωνισμό που περιλαμβάνει τρέξιμο σε πίστα

    συνώνυμο:
  • πίστα
  • ,
  • τρέξιμο

verb

1. Carry on the feet and deposit

  • "Track mud into the house"
    synonym:
  • track

1. Μεταφέρετε στα πόδια και εναποθέστε

  • "Παρακολουθήστε λάσπη στο σπίτι"
    συνώνυμο:
  • πίστα

2. Observe or plot the moving path of something

  • "Track a missile"
    synonym:
  • track

2. Παρατηρήστε ή σχεδιάστε την κινούμενη διαδρομή κάποιου πράγματος

  • "Παρακολουθήστε έναν πύραυλο"
    συνώνυμο:
  • πίστα

3. Go after with the intent to catch

  • "The policeman chased the mugger down the alley"
  • "The dog chased the rabbit"
    synonym:
  • chase
  • ,
  • chase after
  • ,
  • trail
  • ,
  • tail
  • ,
  • tag
  • ,
  • give chase
  • ,
  • dog
  • ,
  • go after
  • ,
  • track

3. Πηγαίνετε μετά με σκοπό να πιάσετε

  • "Ο αστυνομικός κυνήγησε τον κλέφτη στο δρομάκι"
  • "Ο σκύλος κυνήγησε το κουνέλι"
    συνώνυμο:
  • κυνηγώ
  • ,
  • μονοπάτι
  • ,
  • ουρά
  • ,
  • ετικέτα
  • ,
  • δίνω κυνηγητό
  • ,
  • σκύλος
  • ,
  • πηγαίνω μετά
  • ,
  • πίστα

4. Travel across or pass over

  • "The caravan covered almost 100 miles each day"
    synonym:
  • traverse
  • ,
  • track
  • ,
  • cover
  • ,
  • cross
  • ,
  • pass over
  • ,
  • get over
  • ,
  • get across
  • ,
  • cut through
  • ,
  • cut across

4. Ταξιδέψτε απέναντι ή περάστε από πάνω

  • "Το τροχόσπιτο κάλυπτε σχεδόν 100 μίλια κάθε μέρα"
    συνώνυμο:
  • διασχίζω
  • ,
  • πίστα
  • ,
  • κάλυψη
  • ,
  • σταυρός
  • ,
  • περνώ
  • ,
  • πέρνα πάνω
  • ,
  • περάστε απέναντι
  • ,
  • κόβω

5. Make tracks upon

    synonym:
  • track

5. Κάνω κομμάτια

    συνώνυμο:
  • πίστα

Examples of using

The runner is running on the running track.
Ο δρομέας τρέχει στην πίστα τρεξίματος.
I lost track of the conversation.
Έχασα τα ίχνη της συζήτησης.
From which track does the train to Higashi-Kagowaka leave?
Από ποια γραμμή φεύγει το τρένο για Χιγκάσι-Καγκοβάκα;