Translation meaning & definition of the word "tracing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tracing
[Ανίχνευση]/tresɪŋ/
noun
1. The act of drawing a plan or diagram or outline
- synonym:
- tracing
1. Η πράξη της σχεδίασης ενός σχεδίου ή διαγράμματος ή περιγράμματος
- συνώνυμο:
- ιχνηλάτηση
2. A drawing created by superimposing a semitransparent sheet of paper on the original image and copying on it the lines of the original image
- synonym:
- tracing ,
- trace
2. Ένα σχέδιο που δημιουργήθηκε με την υπέρθεση ενός ημιδιαφανούς φύλλου χαρτιού στην αρχική εικόνα και την αντιγραφή σε αυτό τις γραμμές
- συνώνυμο:
- ιχνηλάτηση ,
- ίχνος
3. The discovery and description of the course of development of something
- "The tracing of genealogies"
- synonym:
- tracing
3. Η ανακάλυψη και η περιγραφή της πορείας ανάπτυξης κάποιου πράγματος
- "Η ανίχνευση των γενεαλογιών"
- συνώνυμο:
- ιχνηλάτηση