Translation meaning & definition of the word "tracer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταξιδιώτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tracer
[Ιχνηλάτησ]/tresər/
noun
1. An investigator who is employed to find missing persons or missing goods
- synonym:
- tracer
1. Ένας ερευνητής που εργάζεται για την εύρεση αγνοουμένων ή αγνοουμένων αγαθών
- συνώνυμο:
- ιχνηλάτησ
2. An instrument used to make tracings
- synonym:
- tracer
2. Ένα όργανο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ιχνών
- συνώνυμο:
- ιχνηλάτησ
3. (radiology) any radioactive isotope introduced into the body to study metabolism or other biological processes
- synonym:
- tracer
3. (ραδιολογία) κάθε ραδιενεργό ισότοπο που εισάγεται στο σώμα για να μελετήσει το μεταβολισμό ή άλλες βιολογικές διεργασίες
- συνώνυμο:
- ιχνηλάτησ
4. Ammunition whose flight can be observed by a trail of smoke
- synonym:
- tracer ,
- tracer bullet
4. Πυρομαχικά των οποίων η πτήση μπορεί να παρατηρηθεί με ίχνος καπνού
- συνώνυμο:
- ιχνηλάτησ ,
- σφαίρα ιχνηλάτη