Translation meaning & definition of the word "toy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιχνίδι" στην ελληνική γλώσσα
Toy
[Παιχνίδι]noun
1. An artifact designed to be played with
- synonym:
- plaything ,
- toy
1. Ένα τεχνούργημα σχεδιασμένο για να παίζεται με
- συνώνυμο:
- παιχνίδι
2. A nonfunctional replica of something else (frequently used as a modifier)
- "A toy stove"
- synonym:
- toy
2. Ένα μη λειτουργικό αντίγραφο κάτι άλλου (συχνά χρησιμοποιείται ως τροποποιητής)
- "Μια σόμπα παιχνιδιών"
- συνώνυμο:
- παιχνίδι
3. A device regarded as providing amusement
- "Private airplanes are a rich man's toy"
- synonym:
- toy
3. Μια συσκευή που θεωρείται ότι παρέχει διασκέδαση
- "Τα ιδιωτικά αεροπλάνα είναι ένα παιχνίδι πλούσιου άνδρα"
- συνώνυμο:
- παιχνίδι
4. A copy that reproduces a person or thing in greatly reduced size
- synonym:
- miniature ,
- toy
4. Ένα αντίγραφο που αναπαράγει ένα άτομο ή πράγμα σε πολύ μειωμένο μέγεθος
- συνώνυμο:
- μινιατούρα ,
- παιχνίδι
5. Any of several breeds of very small dogs kept purely as pets
- synonym:
- toy dog ,
- toy
5. Οποιαδήποτε από τις διάφορες φυλές πολύ μικρών σκύλων διατηρούνται καθαρά ως κατοικίδια ζώα
- συνώνυμο:
- σκύλος παιχνιδιών ,
- παιχνίδι
verb
1. Behave carelessly or indifferently
- "Play about with a young girl's affection"
- synonym:
- dally ,
- toy ,
- play ,
- flirt
1. Συμπεριφερθείτε απρόσεκτα ή αδιάφορα
- "Παίξτε με την αγάπη ενός νεαρού κοριτσιού"
- συνώνυμο:
- ντάλι ,
- παιχνίδι ,
- παίζω ,
- φλερτάρω
2. Manipulate manually or in one's mind or imagination
- "She played nervously with her wedding ring"
- "Don't fiddle with the screws"
- "He played with the idea of running for the senate"
- synonym:
- toy ,
- fiddle ,
- diddle ,
- play
2. Χειριστείτε χειροκίνητα ή στο μυαλό ή τη φαντασία κάποιου
- "Έπαιξε νευρικά με το γαμήλιο δαχτυλίδι της"
- "Μην πιέζετε με τις βίδες"
- "Έπαιξε με την ιδέα να τρέξει για τη γερουσία"
- συνώνυμο:
- παιχνίδι ,
- βιολί ,
- περιπλανώμαι ,
- παίζω
3. Engage in an activity as if it were a game rather than take it seriously
- "They played games on their opponents"
- "Play the stock market"
- "Play with her feelings"
- "Toy with an idea"
- synonym:
- play ,
- toy
3. Ασχοληθείτε με μια δραστηριότητα σαν να ήταν ένα παιχνίδι αντί να το πάρετε στα σοβαρά
- "Έπαιξαν παιχνίδια στους αντιπάλους τους"
- "Παίξτε το χρηματιστήριο"
- "Παίξε με τα συναισθήματά της"
- "Παιχνίδι με μια ιδέα"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- παιχνίδι