Translation meaning & definition of the word "toxin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοξίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toxin
[Τοξίνη]/tɑksən/
noun
1. A poisonous substance produced during the metabolism and growth of certain microorganisms and some higher plant and animal species
- synonym:
- toxin
1. Μια δηλητηριώδης ουσία που παράγεται κατά τη διάρκεια του μεταβολισμού και της ανάπτυξης ορισμένων μικροοργανισμών και μερικών υψηλότερων φυτών
- συνώνυμο:
- τοξίνη