Translation meaning & definition of the word "toxicity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοξικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toxicity
[Τοξικότητα]/tɑksɪsəti/
noun
1. The degree to which something is poisonous
- synonym:
- toxicity
1. Ο βαθμός στον οποίο κάτι είναι δηλητηριώδες
- συνώνυμο:
- τοξικότητα
2. Grave harmfulness or deadliness
- synonym:
- perniciousness ,
- toxicity
2. Σοβαρή επιβλαβή ή νεκρότητα
- συνώνυμο:
- κακοήθεια ,
- τοξικότητα