Translation meaning & definition of the word "toxic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοξικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toxic
[Τοξικό]/tɑksɪk/
adjective
1. Of or relating to or caused by a toxin or poison
- "Suffering from exposure to toxic substances"
- synonym:
- toxic
1. Από ή σχετίζονται ή προκαλούνται από τοξίνη ή δηλητήριο
- "Που πάσχουν από έκθεση σε τοξικές ουσίες"
- συνώνυμο:
- τοξικός
Examples of using
You shouldn't sleep with a coal stove on, because it releases a very toxic gas called carbon monoxide. Sleeping with a coal stove running may result in death.
Δεν πρέπει να κοιμάστε με μια σόμπα άνθρακα, επειδή απελευθερώνει ένα πολύ τοξικό αέριο που ονομάζεται μονοξείδιο του άνθρακα. Ο ύπνος με μια σόμπα άνθρακα μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο.