Translation meaning & definition of the word "townsfolk" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αστοί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Townsfolk
[Townsfolk]/taʊnzfoʊk/
noun
1. The people living in a municipality smaller than a city
- "The whole town cheered the team"
- synonym:
- town ,
- townspeople ,
- townsfolk
1. Οι άνθρωποι που ζουν σε δήμο μικρότερο από πόλη
- "Όλη η πόλη επευφημούσε την ομάδα"
- συνώνυμο:
- πόλη ,
- αστοί ,
- κατοίκουσ της πόλης
Examples of using
The townsfolk were frightened by the earthquake.
Οι κάτοικοι της πόλης τρόμαξαν από τον σεισμό.