Translation meaning & definition of the word "tout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tout
[Περιπλανώμαι]/taʊt/
noun
1. Someone who buys tickets to an event in order to resell them at a profit
- synonym:
- tout ,
- ticket tout
1. Κάποιος που αγοράζει εισιτήρια σε μια εκδήλωση για να τα μεταπωλήσει με κέρδος
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- εισιτήριο
2. Someone who advertises for customers in an especially brazen way
- synonym:
- tout ,
- touter
2. Κάποιος που διαφημίζει για τους πελάτες με έναν ιδιαίτερα περίεργο τρόπο
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- τουρνουά
3. One who sells advice about gambling or speculation (especially at the racetrack)
- synonym:
- tipster ,
- tout
3. Κάποιος που πουλάει συμβουλές για τα τυχερά παιχνίδια ή την κερδοσκοπία (ειδικά στην πίστα
- συνώνυμο:
- τουαλέτα ,
- περιπλανώμαι
verb
1. Advertize in strongly positive terms
- "This product was touted as a revolutionary invention"
- synonym:
- tout
1. Διαφημίστε με έντονα θετικούς όρους
- "Αυτό το προϊόν θεωρήθηκε ως επαναστατική εφεύρεση"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
2. Show off
- synonym:
- boast ,
- tout ,
- swash ,
- shoot a line ,
- brag ,
- gas ,
- blow ,
- bluster ,
- vaunt ,
- gasconade
2. Επιδεικνύω
- συνώνυμο:
- καυχιέται ,
- περιπλανώμαι ,
- πλημμυρίζω ,
- πυροβολώ ,
- μπραγκ ,
- αέριο ,
- χτύπημα ,
- αστραπή ,
- αποτυγχάνω ,
- αεριοφυλάκιο