Translation meaning & definition of the word "tourist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τουρίστας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tourist
[Τουριστικός]/tʊrəst/
noun
1. Someone who travels for pleasure
- synonym:
- tourist ,
- tourer ,
- holidaymaker
1. Κάποιος που ταξιδεύει για ευχαρίστηση
- συνώνυμο:
- τουρίστας ,
- ταξιδεύων ,
- παραθεριστής
Examples of using
I would like a tourist visa.
Θα ήθελα μια τουριστική βίζα.
Describe a tourist attraction you would like to visit.
Περιγράψτε ένα τουριστικό αξιοθέατο που θα θέλατε να επισκεφθείτε.
The tourist bus crossed the border.
Το τουριστικό λεωφορείο πέρασε τα σύνορα.