Translation meaning & definition of the word "tough" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκληρό" στην ελληνική γλώσσα
Tough
[Σκληρός]noun
1. Someone who learned to fight in the streets rather than being formally trained in the sport of boxing
- synonym:
- street fighter ,
- tough
1. Κάποιος που έμαθε να πολεμάει στους δρόμους αντί να εκπαιδεύεται επίσημα στο άθλημα της πυγμαχίας
- συνώνυμο:
- μαχητής του δρόμου ,
- σκληρός
2. An aggressive and violent young criminal
- synonym:
- hood ,
- hoodlum ,
- goon ,
- punk ,
- thug ,
- tough ,
- toughie ,
- strong-armer
2. Ένας επιθετικός και βίαιος νεαρός εγκληματίας
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- απατεώνασ ,
- πηγαίνω ,
- πανκ ,
- κακοποιός ,
- σκληρός ,
- ισχυρός παραγωγός
3. A cruel and brutal fellow
- synonym:
- bully ,
- tough ,
- hooligan ,
- ruffian ,
- roughneck ,
- rowdy ,
- yob ,
- yobo ,
- yobbo
3. Ένας σκληρός και βάναυσος συνάδελφος
- συνώνυμο:
- φοβερίζω ,
- σκληρός ,
- χούλιγκαν ,
- ρουφία ,
- τραχύ ,
- ανατριχιαστικός ,
- ναι ,
- γιόμπο
adjective
1. Not given to gentleness or sentimentality
- "A tough character"
- synonym:
- tough
1. Δεν δίνεται στην ευγένεια ή το συναίσθημα
- "Ένας σκληρός χαρακτήρας"
- συνώνυμο:
- σκληρός
2. Very difficult
- Severely testing stamina or resolution
- "A rugged competitive examination"
- "The rugged conditions of frontier life"
- "The competition was tough"
- "It's a tough life"
- "It was a tough job"
- synonym:
- rugged ,
- tough
2. Πολύ δύσκολο
- Σοβαρά εξεταστική αντοχή ή ανάλυση
- "Μια τραχιά ανταγωνιστική εξέταση"
- "Οι απότομες συνθήκες της ζωής των συνόρων"
- "Ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός"
- "Είναι μια δύσκολη ζωή"
- "Ήταν μια δύσκολη δουλειά"
- συνώνυμο:
- τραχύς ,
- σκληρός
3. Physically toughened
- "The tough bottoms of his feet"
- synonym:
- tough ,
- toughened
3. Σωματικά σκληρυμένο
- "Τα σκληρά πόδια του"
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- σκληρυνθεί
4. Substantially made or constructed
- "Sturdy steel shelves"
- "Sturdy canvas"
- "A tough all-weather fabric"
- "Some plastics are as tough as metal"
- synonym:
- sturdy ,
- tough
4. Ουσιαστικά κατασκευασμένο ή κατασκευασμένο
- "Ανθεκτικά ράφια χάλυβα"
- "Ανθεκτικός καμβάς"
- "Ένα σκληρό ύφασμα παντός καιρού"
- "Μερικά πλαστικά είναι τόσο σκληρά όσο το μέταλλο"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός ,
- σκληρός
5. Violent and lawless
- "The more ruffianly element"
- "Tough street gangs"
- synonym:
- ruffianly ,
- tough
5. Βίαιος και άνομος
- "Το πιο αποτρόπαιο στοιχείο"
- "Σκληρές συμμορίες του δρόμου"
- συνώνυμο:
- βίαια ,
- σκληρός
6. Feeling physical discomfort or pain (`tough' is occasionally used colloquially for `bad')
- "My throat feels bad"
- "She felt bad all over"
- "He was feeling tough after a restless night"
- synonym:
- bad ,
- tough
6. Αίσθημα σωματικής δυσφορίας ή πόνου (`σκληρό χρησιμοποιείται περιστασιακά για `κακό')
- "Ο λαιμός μου αισθάνεται άσχημα"
- "Ένιωθε άσχημα παντού"
- "Αισθανόταν σκληρή μετά από μια ανήσυχη νύχτα"
- συνώνυμο:
- κακός ,
- σκληρός
7. Resistant to cutting or chewing
- synonym:
- tough
7. Ανθεκτικό στην κοπή ή το μάσημα
- συνώνυμο:
- σκληρός
8. Unfortunate or hard to bear
- "Had hard luck"
- "A tough break"
- synonym:
- hard ,
- tough
8. Ατυχής ή δύσκολο να αντέξει
- "Είχε σκληρή τύχη"
- "Ένα δύσκολο διάλειμμα"
- συνώνυμο:
- σκληρός
9. Making great mental demands
- Hard to comprehend or solve or believe
- "A baffling problem"
- "I faced the knotty problem of what to have for breakfast"
- "A problematic situation at home"
- synonym:
- baffling ,
- elusive ,
- knotty ,
- problematic ,
- problematical ,
- tough
9. Κάνοντας μεγάλες πνευματικές απαιτήσεις
- Δύσκολο να κατανοήσει ή να λύσει ή να πιστέψει
- "Ένα πρόβλημα αναφοράς"
- "Αντιμετώπισα το πρόβλημα του τι να πάρω για πρωινό"
- "Μια προβληματική κατάσταση στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- απολυτρωτικόσ ,
- ανακατωμένοσ ,
- προβληματικόσ ,
- σκληρός