Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tough" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκληρό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tough

[Σκληρός]
/təf/

noun

1. Someone who learned to fight in the streets rather than being formally trained in the sport of boxing

    synonym:
  • street fighter
  • ,
  • tough

1. Κάποιος που έμαθε να πολεμάει στους δρόμους αντί να εκπαιδεύεται επίσημα στο άθλημα της πυγμαχίας

    συνώνυμο:
  • μαχητής του δρόμου
  • ,
  • σκληρός

2. An aggressive and violent young criminal

    synonym:
  • hood
  • ,
  • hoodlum
  • ,
  • goon
  • ,
  • punk
  • ,
  • thug
  • ,
  • tough
  • ,
  • toughie
  • ,
  • strong-armer

2. Ένας επιθετικός και βίαιος νεαρός εγκληματίας

    συνώνυμο:
  • κουκούλα
  • ,
  • απατεώνασ
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • πανκ
  • ,
  • κακοποιός
  • ,
  • σκληρός
  • ,
  • ισχυρός παραγωγός

3. A cruel and brutal fellow

    synonym:
  • bully
  • ,
  • tough
  • ,
  • hooligan
  • ,
  • ruffian
  • ,
  • roughneck
  • ,
  • rowdy
  • ,
  • yob
  • ,
  • yobo
  • ,
  • yobbo

3. Ένας σκληρός και βάναυσος συνάδελφος

    συνώνυμο:
  • φοβερίζω
  • ,
  • σκληρός
  • ,
  • χούλιγκαν
  • ,
  • ρουφία
  • ,
  • τραχύ
  • ,
  • ανατριχιαστικός
  • ,
  • ναι
  • ,
  • γιόμπο

adjective

1. Not given to gentleness or sentimentality

  • "A tough character"
    synonym:
  • tough

1. Δεν δίνεται στην ευγένεια ή το συναίσθημα

  • "Ένας σκληρός χαρακτήρας"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

2. Very difficult

  • Severely testing stamina or resolution
  • "A rugged competitive examination"
  • "The rugged conditions of frontier life"
  • "The competition was tough"
  • "It's a tough life"
  • "It was a tough job"
    synonym:
  • rugged
  • ,
  • tough

2. Πολύ δύσκολο

  • Σοβαρά εξεταστική αντοχή ή ανάλυση
  • "Μια τραχιά ανταγωνιστική εξέταση"
  • "Οι απότομες συνθήκες της ζωής των συνόρων"
  • "Ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός"
  • "Είναι μια δύσκολη ζωή"
  • "Ήταν μια δύσκολη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • τραχύς
  • ,
  • σκληρός

3. Physically toughened

  • "The tough bottoms of his feet"
    synonym:
  • tough
  • ,
  • toughened

3. Σωματικά σκληρυμένο

  • "Τα σκληρά πόδια του"
    συνώνυμο:
  • σκληρός
  • ,
  • σκληρυνθεί

4. Substantially made or constructed

  • "Sturdy steel shelves"
  • "Sturdy canvas"
  • "A tough all-weather fabric"
  • "Some plastics are as tough as metal"
    synonym:
  • sturdy
  • ,
  • tough

4. Ουσιαστικά κατασκευασμένο ή κατασκευασμένο

  • "Ανθεκτικά ράφια χάλυβα"
  • "Ανθεκτικός καμβάς"
  • "Ένα σκληρό ύφασμα παντός καιρού"
  • "Μερικά πλαστικά είναι τόσο σκληρά όσο το μέταλλο"
    συνώνυμο:
  • ανθεκτικός
  • ,
  • σκληρός

5. Violent and lawless

  • "The more ruffianly element"
  • "Tough street gangs"
    synonym:
  • ruffianly
  • ,
  • tough

5. Βίαιος και άνομος

  • "Το πιο αποτρόπαιο στοιχείο"
  • "Σκληρές συμμορίες του δρόμου"
    συνώνυμο:
  • βίαια
  • ,
  • σκληρός

6. Feeling physical discomfort or pain (`tough' is occasionally used colloquially for `bad')

  • "My throat feels bad"
  • "She felt bad all over"
  • "He was feeling tough after a restless night"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • tough

6. Αίσθημα σωματικής δυσφορίας ή πόνου (`σκληρό χρησιμοποιείται περιστασιακά για `κακό')

  • "Ο λαιμός μου αισθάνεται άσχημα"
  • "Ένιωθε άσχημα παντού"
  • "Αισθανόταν σκληρή μετά από μια ανήσυχη νύχτα"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • σκληρός

7. Resistant to cutting or chewing

    synonym:
  • tough

7. Ανθεκτικό στην κοπή ή το μάσημα

    συνώνυμο:
  • σκληρός

8. Unfortunate or hard to bear

  • "Had hard luck"
  • "A tough break"
    synonym:
  • hard
  • ,
  • tough

8. Ατυχής ή δύσκολο να αντέξει

  • "Είχε σκληρή τύχη"
  • "Ένα δύσκολο διάλειμμα"
    συνώνυμο:
  • σκληρός

9. Making great mental demands

  • Hard to comprehend or solve or believe
  • "A baffling problem"
  • "I faced the knotty problem of what to have for breakfast"
  • "A problematic situation at home"
    synonym:
  • baffling
  • ,
  • elusive
  • ,
  • knotty
  • ,
  • problematic
  • ,
  • problematical
  • ,
  • tough

9. Κάνοντας μεγάλες πνευματικές απαιτήσεις

  • Δύσκολο να κατανοήσει ή να λύσει ή να πιστέψει
  • "Ένα πρόβλημα αναφοράς"
  • "Αντιμετώπισα το πρόβλημα του τι να πάρω για πρωινό"
  • "Μια προβληματική κατάσταση στο σπίτι"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • απολυτρωτικόσ
  • ,
  • ανακατωμένοσ
  • ,
  • προβληματικόσ
  • ,
  • σκληρός

Examples of using

I'm sick and tired of kids who think they're tough by bullying other kids around in the playground, and who then act all innocent when they're with their parents.
Είμαι άρρωστος και κουρασμένος από τα παιδιά που νομίζουν ότι είναι σκληρά εκφοβίζοντας άλλα παιδιά στην παιδική χαρά και όταν είναι με.
Sometimes you need to have the courage to make tough decisions.
Μερικές φορές χρειάζεται να έχεις το θάρρος να παίρνεις δύσκολες αποφάσεις.
I'm not used to it, so it's a little tough.
Δεν το έχω συνηθίσει, οπότε είναι λίγο δύσκολο.