Translation meaning & definition of the word "touchy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Touchy
[Ευαίσθητοσ]/təʧi/
adjective
1. Quick to take offense
- synonym:
- huffy ,
- thin-skinned ,
- feisty ,
- touchy
1. Γρήγορα να προσβάλλω
- συνώνυμο:
- απαλός ,
- λεπτόκοκκοσ ,
- φιλαργυρία ,
- αιχμηρός
2. Difficult to handle
- Requiring great tact
- "Delicate negotiations with the big powers"
- "Hesitates to be explicit on so ticklish a matter"
- "A touchy subject"
- synonym:
- delicate ,
- ticklish ,
- touchy
2. Δύσκολο να χειριστεί
- Απαιτεί μεγάλη τακτική
- "Λεπτές διαπραγματεύσεις με τις μεγάλες δυνάμεις"
- "Καθορίζει να είναι σαφής σε έτσι επιλέξτε ένα θέμα"
- "Ένα ευαίσθητο θέμα"
- συνώνυμο:
- λεπτός ,
- επιτήδειοσ ,
- αιχμηρός
Examples of using
On a first date, it's best to steer clear of touchy subjects.
Σε μια πρώτη ημερομηνία, είναι καλύτερο να κατευθύνετε μακριά από ευαίσθητα θέματα.