Translation meaning & definition of the word "touch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφή" στην ελληνική γλώσσα
Touch
[Αγγίξτε]noun
1. The event of something coming in contact with the body
- "He longed for the touch of her hand"
- "The cooling touch of the night air"
- synonym:
- touch ,
- touching
1. Το γεγονός ότι κάτι έρχεται σε επαφή με το σώμα
- "Λαχταρούσε το άγγιγμα του χεριού της"
- "Το ψυκτικό άγγιγμα του νυχτερινού αέρα"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- αγγίζω
2. The faculty by which external objects or forces are perceived through contact with the body (especially the hands)
- "Only sight and touch enable us to locate objects in the space around us"
- synonym:
- touch ,
- sense of touch ,
- skin senses ,
- touch modality ,
- cutaneous senses
2. Η σχολή με την οποία εξωτερικά αντικείμενα ή δυνάμεις γίνονται αντιληπτές μέσω της επαφής με το σώμα (ειδικά τα χέρια)
- "Μόνο η όραση και η αφή μας επιτρέπουν να εντοπίζουμε αντικείμενα στο χώρο γύρω μας"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- αίσθηση της αφής ,
- αισθήσεις του δέρματος ,
- τροπικότητα αφής ,
- δερματικές αισθήσεις
3. A suggestion of some quality
- "There was a touch of sarcasm in his tone"
- "He detected a ghost of a smile on her face"
- synonym:
- touch ,
- trace ,
- ghost
3. Μια πρόταση κάποιας ποιότητας
- "Υπήρχε ένα άγγιγμα σαρκασμού στον τόνο του"
- "Εντόπισε ένα φάντασμα ενός χαμόγελου στο πρόσωπό της"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- ίχνος ,
- φάντασμα
4. A distinguishing style
- "This room needs a woman's touch"
- synonym:
- touch ,
- signature
4. Ένα ξεχωριστό στυλ
- "Αυτό το δωμάτιο χρειάζεται το άγγιγμα μιας γυναίκας"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- υπογραφή
5. The act of putting two things together with no space between them
- "At his touch the room filled with lights"
- synonym:
- touch ,
- touching
5. Η πράξη του να βάζεις δύο πράγματα μαζί χωρίς χώρο μεταξύ τους
- "Στο άγγιγμα του το δωμάτιο γέμισε με φώτα"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- αγγίζω
6. A slight but appreciable amount
- "This dish could use a touch of garlic"
- synonym:
- touch ,
- hint ,
- tinge ,
- mite ,
- pinch ,
- jot ,
- speck ,
- soupcon
6. Ένα μικρό αλλά αξιόλογο ποσό
- "Αυτό το πιάτο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα άγγιγμα σκόρδου"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- υπόδειξη ,
- τσούζω ,
- ακάρεα ,
- τσίμπημα ,
- σημείωμα ,
- στίγμα ,
- σούπα
7. A communicative interaction
- "The pilot made contact with the base"
- "He got in touch with his colleagues"
- synonym:
- contact ,
- touch
7. Μια επικοινωνιακή αλληλεπίδραση
- "Ο πιλότος ήρθε σε επαφή με τη βάση"
- "Έφτασε σε επαφή με τους συναδέλφους του"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία ,
- αφή
8. A slight attack of illness
- "He has a touch of rheumatism"
- synonym:
- touch ,
- spot
8. Μια μικρή επίθεση από ασθένεια
- "Έχει ένα άγγιγμα ρευματισμών"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- σημείο
9. The act of soliciting money (as a gift or loan)
- "He watched the beggar trying to make a touch"
- synonym:
- touch
9. Η πράξη της ζήτησης χρημάτων (ως δώρο ή δάνειο)
- "Είδε τον ζητιάνο να προσπαθεί να κάνει ένα άγγιγμα"
- συνώνυμο:
- αφή
10. The sensation produced by pressure receptors in the skin
- "She likes the touch of silk on her skin"
- "The surface had a greasy feeling"
- synonym:
- touch ,
- touch sensation ,
- tactual sensation ,
- tactile sensation ,
- feeling
10. Η αίσθηση που παράγεται από τους υποδοχείς πίεσης στο δέρμα
- "Της αρέσει το άγγιγμα του μεταξιού στο δέρμα της"
- "Η επιφάνεια είχε ένα λιπαρό συναίσθημα"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- αίσθηση αφής ,
- αίσθηση
11. Deftness in handling matters
- "He has a master's touch"
- synonym:
- touch
11. Επιτυχία στο χειρισμό θεμάτων
- "Έχει το άγγιγμα ενός πλοιάρχου"
- συνώνυμο:
- αφή
12. The feel of mechanical action
- "This piano has a wonderful touch"
- synonym:
- touch
12. Η αίσθηση της μηχανικής δράσης
- "Αυτό το πιάνο έχει μια υπέροχη πινελιά"
- συνώνυμο:
- αφή
verb
1. Make physical contact with, come in contact with
- "Touch the stone for good luck"
- "She never touched her husband"
- synonym:
- touch
1. Κάντε φυσική επαφή με, ελάτε σε επαφή με
- "Αγγίξτε την πέτρα για καλή τύχη"
- "Δεν άγγιξε ποτέ τον άντρα της"
- συνώνυμο:
- αφή
2. Perceive via the tactile sense
- "Helen keller felt the physical world by touching people and objects around her"
- synonym:
- touch
2. Αντιλαμβάνεστε μέσω της απτικής αίσθησης
- "Η ελένη κέλερ ένιωσε τον φυσικό κόσμο αγγίζοντας ανθρώπους και αντικείμενα γύρω της"
- συνώνυμο:
- αφή
3. Affect emotionally
- "A stirring movie"
- "I was touched by your kind letter of sympathy"
- synonym:
- touch ,
- stir
3. Επηρεάζει συναισθηματικά
- "Μια ταινία ανακατεύοντας"
- "Με άγγιξε η ευγενική σου επιστολή"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- ανακατεύω
4. Be relevant to
- "There were lots of questions referring to her talk"
- "My remark pertained to your earlier comments"
- synonym:
- refer ,
- pertain ,
- relate ,
- concern ,
- come to ,
- bear on ,
- touch ,
- touch on ,
- have-to doe with
4. Είμαι σχετικός με
- "Υπήρχαν πολλές ερωτήσεις που αναφέρονται στην ομιλία της"
- "Η παρατήρησή μου αφορούσε τα προηγούμενα σχόλιά σας"
- συνώνυμο:
- αναφέρω ,
- περιλαμβάνω ,
- συνδέω ,
- ανησυχία ,
- ελάτε σε ,
- αναποτιμώ ,
- αφή ,
- αγγίζω ,
- έχω να κάνω με
5. Be in direct physical contact with
- Make contact
- "The two buildings touch"
- "Their hands touched"
- "The wire must not contact the metal cover"
- "The surfaces contact at this point"
- synonym:
- touch ,
- adjoin ,
- meet ,
- contact
5. Να είστε σε άμεση φυσική επαφή με
- Επικοινωνώ
- "Τα δύο κτίρια αγγίζουν"
- "Τα χέρια τους άγγιξαν"
- "Το καλώδιο δεν πρέπει να έρθει σε επαφή με το μεταλλικό κάλυμμα"
- "Οι επιφάνειες έρχονται σε επαφή σε αυτό το σημείο"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- παρακαλώ ,
- συναντώ ,
- επικοινωνία
6. Have an effect upon
- "Will the new rules affect me?"
- synonym:
- affect ,
- impact ,
- bear upon ,
- bear on ,
- touch on ,
- touch
6. Έχω επίδραση σε
- "Θα με επηρεάσουν οι νέοι κανόνες?"
- συνώνυμο:
- επηρεάζω ,
- αντίκτυπος ,
- αναλαμβάνω ,
- αναποτιμώ ,
- αγγίζω ,
- αφή
7. Deal with
- Usually used with a form of negation
- "I wouldn't touch her with a ten-foot pole"
- "The local mafia won't touch gambling"
- synonym:
- touch
7. Αντιμετωπίζω
- Συνήθως χρησιμοποιείται με μια μορφή άρνησης
- "Δεν θα την άγγιζα με έναν πόλο δέκα ποδιών"
- "Η τοπική μαφία δεν θα αγγίξει τα τυχερά παιχνίδια"
- συνώνυμο:
- αφή
8. Cause to be in brief contact with
- "He touched his toes to the horse's flanks"
- synonym:
- touch
8. Αιτία να είναι σε σύντομη επαφή με
- "Ακούμπησε τα δάχτυλα των ποδιών του στα πλευρά του αλόγου"
- συνώνυμο:
- αφή
9. To extend as far as
- "The sunlight reached the wall"
- "Can he reach?" "the chair must not touch the wall"
- synonym:
- reach ,
- extend to ,
- touch
9. Να επεκταθεί μέχρι
- "Το φως του ήλιου έφτασε στον τοίχο"
- "Μπορεί να φτάσει?" "η καρέκλα δεν πρέπει να αγγίζει τον τοίχο"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- επεκτείνω ,
- αφή
10. Be equal to in quality or ability
- "Nothing can rival cotton for durability"
- "Your performance doesn't even touch that of your colleagues"
- "Her persistence and ambition only matches that of her parents"
- synonym:
- equal ,
- touch ,
- rival ,
- match
10. Να είστε ίσοι με την ποιότητα ή την ικανότητα
- "Τίποτα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το βαμβάκι για ανθεκτικότητα"
- "Η απόδοσή σας δεν αγγίζει καν αυτή των συναδέλφων σας"
- "Η επιμονή και η φιλοδοξία της ταιριάζουν μόνο με αυτή των γονιών της"
- συνώνυμο:
- ίσος ,
- αφή ,
- αντίπαλος ,
- αγώνασ
11. Tamper with
- "Don't touch my cds!"
- synonym:
- touch ,
- disturb
11. Παραπλανώ
- "Μην αγγίζετε τους δς μου!"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- ενοχλώ
12. Make a more or less disguised reference to
- "He alluded to the problem but did not mention it"
- synonym:
- allude ,
- touch ,
- advert
12. Κάντε μια λίγο πολύ μεταμφιεσμένη αναφορά σε
- "Ανέφερε το πρόβλημα, αλλά δεν το ανέφερε"
- συνώνυμο:
- αντιπαραθέτω ,
- αφή ,
- διαφήμιση
13. Comprehend
- "He could not touch the meaning of the poem"
- synonym:
- touch
13. Κατανοώ
- "Δεν μπορούσε να αγγίξει το νόημα του ποιήματος"
- συνώνυμο:
- αφή
14. Consume
- "She didn't touch her food all night"
- synonym:
- partake ,
- touch
14. Καταναλώνω
- "Δεν άγγιξε το φαγητό της όλη τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- συμμετέχω ,
- αφή
15. Color lightly
- "Her greying hair was tinged blond"
- "The leaves were tinged red in november"
- synonym:
- tint ,
- tinct ,
- tinge ,
- touch
15. Χρώμα ελαφρά
- "Τα μαλλιά της ήταν ξανθά"
- "Τα φύλλα ήταν κόκκινα τον νοέμβριο"
- συνώνυμο:
- απόχρωση ,
- βάμμα ,
- τσούζω ,
- αφή