Translation meaning & definition of the word "tottering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρολλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tottering
[Κουνώ]/tɑtərɪŋ/
adjective
1. Unsteady in gait as from infirmity or old age
- "A tottering skeleton of a horse"
- "A tottery old man"
- synonym:
- tottering ,
- tottery
1. Ασταθής στο βάδισμα ως από την αναπηρία ή το γήρας
- "Ένας σκελετός ενός αλόγου"
- "Ένας ηλικιωμένος άνδρας"
- συνώνυμο:
- τοποθέτηση ,
- τοτέρ
2. (of structures or institutions) having lost stability
- Failing or on the point of collapse
- "A tottering empire"
- synonym:
- tottering
2. ( των δομών ή των ιδρυμάτων) που έχει χάσει τη σταθερότητα
- Αποτυχία ή στο σημείο της κατάρρευσης
- "Μια αυτοκρατορία που ταλανίζεται"
- συνώνυμο:
- τοποθέτηση