Translation meaning & definition of the word "totem" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοτέμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Totem
[Τοτέμ]/toʊtəm/
noun
1. A clan or tribe identified by their kinship to a common totemic object
- synonym:
- totem
1. Μια φυλή ή μια φυλή που προσδιορίζεται από τη συγγένειά τους σε ένα κοινό τοτεμικό αντικείμενο
- συνώνυμο:
- τοτέμ
2. Emblem consisting of an object such as an animal or plant
- Serves as the symbol of a family or clan (especially among american indians)
- synonym:
- totem
2. Έμβλημα που αποτελείται από ένα αντικείμενο όπως ένα ζώο ή φυτό
- Χρησιμεύει ως σύμβολο μιας οικογένειας ή μιας φυλής (ειδικά μεταξύ των αμερικανών ινδιάνων)
- συνώνυμο:
- τοτέμ