Translation meaning & definition of the word "tote" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ψηφοφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tote
[Καταβροχθίζω]/toʊt/
noun
1. A capacious bag or basket
- synonym:
- carryall ,
- holdall ,
- tote ,
- tote bag
1. Μια ευρύχωρη τσάντα ή καλάθι
- συνώνυμο:
- πραγματοποιώ ,
- παραλαβή ,
- τότε ,
- τσάντα του τότε
verb
1. Carry with difficulty
- "You'll have to lug this suitcase"
- synonym:
- lug ,
- tote ,
- tug
1. Φέρε με δυσκολία
- "Θα πρέπει να αγκαλιάσετε αυτή τη βαλίτσα"
- συνώνυμο:
- λουγκ ,
- τότε ,
- ρυμουλκώ