Translation meaning & definition of the word "totality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ολότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Totality
[Απόλυτο]/toʊtæləti/
noun
1. The state of being total and complete
- "He read the article in its entirety"
- "Appalled by the totality of the destruction"
- synonym:
- entirety ,
- entireness ,
- integrality ,
- totality
1. Η κατάσταση του να είσαι ολοκληρωμένος και πλήρης
- "Διάβασε το άρθρο στο σύνολό του"
- "Εφαρμόζεται από το σύνολο της καταστροφής"
- συνώνυμο:
- ολόκληρο ,
- ολότητα ,
- ολοκληρωσιμότητα
2. The quality of being complete and indiscriminate
- "The totality of war and its consequences"
- "The all-embracing totality of the state"
- synonym:
- totality
2. Η ποιότητα του να είσαι πλήρης και αδιάκριτος
- "Το σύνολο του πολέμου και οι συνέπειές του"
- "Η παντοτινή ολότητα του κράτους"
- συνώνυμο:
- ολότητα
3. The whole amount
- synonym:
- sum ,
- total ,
- totality ,
- aggregate
3. Το συνολικό ποσό
- συνώνυμο:
- ποσό ,
- σύνολο ,
- ολότητα ,
- συγκεντρώνω