Translation meaning & definition of the word "tot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tot
[Κοντά]/tɑt/
noun
1. A small amount (especially of a drink)
- "A tot of rum"
- synonym:
- tot
1. Μια μικρή ποσότητα (ειδικά ενός ποτού)
- "Ένα σύνολο ρούμι"
- συνώνυμο:
- τετραγωνίζω
2. A young child
- synonym:
- toddler ,
- yearling ,
- tot ,
- bambino
2. Ένα μικρό παιδί
- συνώνυμο:
- μικρό παιδί ,
- λαχτάρα ,
- τετραγωνίζω ,
- μπαμπίνο
verb
1. Determine the sum of
- "Add all the people in this town to those of the neighboring town"
- synonym:
- total ,
- tot ,
- tot up ,
- sum ,
- sum up ,
- summate ,
- tote up ,
- add ,
- add together ,
- tally ,
- add up
1. Προσδιορίστε το άθροισμα των
- "Προσθέστε όλους τους ανθρώπους σε αυτή την πόλη σε εκείνους της γειτονικής πόλης"
- συνώνυμο:
- σύνολο ,
- τετραγωνίζω ,
- αποτελώ ,
- ποσό ,
- συνοψίζω ,
- σύνοψη ,
- τουλάχιστον ,
- προσθέτω ,
- προσθέτω μαζί ,
- τακτοποιημένα