Translation meaning & definition of the word "toss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toss
[Κουτσομπολιό]/tɔs/
noun
1. The act of flipping a coin
- synonym:
- flip ,
- toss
1. Η πράξη της αναστροφής ενός νομίσματος
- συνώνυμο:
- αναστρέφω ,
- τσαντ
2. (sports) the act of throwing the ball to another member of your team
- "The pass was fumbled"
- synonym:
- pass ,
- toss ,
- flip
2. (αθλήματα) η πράξη της ρίψης της μπάλας σε άλλο μέλος της ομάδας σας
- "Το πέρασμα είχε πέσει"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- τσαντ ,
- αναστρέφω
3. An abrupt movement
- "A toss of his head"
- synonym:
- toss
3. Μια απότομη κίνηση
- "Ένα πέταγμα του κεφαλιού του"
- συνώνυμο:
- τσαντ
verb
1. Throw or toss with a light motion
- "Flip me the beachball"
- "Toss me newspaper"
- synonym:
- flip ,
- toss ,
- sky ,
- pitch
1. Ρίξτε ή πετάξτε με μια ελαφριά κίνηση
- "Γυρίστε μου το παραλιακό βουνό"
- "Αφήστε με εφημερίδα"
- συνώνυμο:
- αναστρέφω ,
- τσαντ ,
- ουρανός ,
- πίσσα
2. Lightly throw to see which side comes up
- "I don't know what to do--i may as well flip a coin!"
- synonym:
- flip ,
- toss
2. Πετάξτε ελαφρά για να δείτε ποια πλευρά εμφανίζεται
- "Δεν ξέρω τι να κάνω - μπορώ να αναστρέψω ένα νόμισμα!"
- συνώνυμο:
- αναστρέφω ,
- τσαντ
3. Throw carelessly
- "Chuck the ball"
- synonym:
- chuck ,
- toss
3. Πετάξτε απρόσεκτα
- "Τσακίστε την μπάλα"
- συνώνυμο:
- τσοκ ,
- τσαντ
4. Move or stir about violently
- "The feverish patient thrashed around in his bed"
- synonym:
- convulse ,
- thresh ,
- thresh about ,
- thrash ,
- thrash about ,
- slash ,
- toss ,
- jactitate
4. Μετακινήστε ή ανακατέψτε βίαια
- "Ο πυρετώδης ασθενής χτύπησε στο κρεβάτι του"
- συνώνυμο:
- συγκλίνω ,
- αλώνω ,
- τρελαίνομαι ,
- παραπλανώ ,
- συναρπάζω ,
- πλατύφυλλο ,
- τσαντ ,
- επιτίθεμαι
5. Throw or cast away
- "Put away your worries"
- synonym:
- discard ,
- fling ,
- toss ,
- toss out ,
- toss away ,
- chuck out ,
- cast aside ,
- dispose ,
- throw out ,
- cast out ,
- throw away ,
- cast away ,
- put away
5. Πετάξτε ή πετάξτε
- "Απομακρύνετε τις ανησυχίες σας"
- συνώνυμο:
- απορρίπτω ,
- πτερύγιο ,
- τσαντ ,
- πετάω ,
- πετάω μακριά ,
- τσαλάκωσε ,
- πετώ ,
- απομακρύνομαι
6. Agitate
- "Toss the salad"
- synonym:
- toss
6. Αναστατώνω
- "Πετάξτε τη σαλάτα"
- συνώνυμο:
- τσαντ
Examples of using
Let's toss a coin.
Ας ρίξουμε ένα νόμισμα.
Let's decide with a coin toss.
Ας αποφασίσουμε με ένα νόμισμα να πετάμε.
Let's decide by coin toss.
Ας αποφασίσουμε με νόμισμα να πετάξουμε.