Translation meaning & definition of the word "tortilla" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τορτίγια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tortilla
[Τορτίγια]/tɔrtiə/
noun
1. Thin unleavened pancake made from cornmeal or wheat flour
- synonym:
- tortilla
1. Λεπτή αμόλυβδη τηγανίτα από αλεύρι καλαμποκιού ή σιταριού
- συνώνυμο:
- τορτίγια