Translation meaning & definition of the word "tort" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραβέρσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tort
[Βασανιστήριο]/tɔrt/
noun
1. (law) any wrongdoing for which an action for damages may be brought
- synonym:
- tort ,
- civil wrong
1. (ν) οποιαδήποτε αδικοπραγία για την οποία μπορεί να ασκηθεί ενέργεια για ζημιές
- συνώνυμο:
- βασανιστήριο ,
- πολιτικό λάθος