Translation meaning & definition of the word "torso" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρόσο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Torso
[Τόρρα]/tɔrsoʊ/
noun
1. The body excluding the head and neck and limbs
- "They moved their arms and legs and bodies"
- synonym:
- torso ,
- trunk ,
- body
1. Το σώμα εξαιρουμένων του κεφαλιού και του λαιμού και των άκρων
- "Μετακίνησαν τα χέρια και τα πόδια και τα σώματά τους"
- συνώνυμο:
- κορμός ,
- σώμα