Translation meaning & definition of the word "torsion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρέψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Torsion
[Στρέψη]/tɔrʃən/
noun
1. A tortuous and twisted shape or position
- "They built a tree house in the tortuosities of its boughs"
- "The acrobat performed incredible contortions"
- synonym:
- tortuosity ,
- tortuousness ,
- torsion ,
- contortion ,
- crookedness
1. Ένα βασανιστικό και στριμμένο σχήμα ή θέση
- "Έχτισαν ένα δεντρόσπιτο στις ταραχές των κλαδιών του"
- "Ο ακροβάτης έκανε απίστευτες συγκρούσεις"
- συνώνυμο:
- τορτουνιά ,
- βασανιστικότητα ,
- στρέψη ,
- αντιπαράθεση ,
- παραπλανητικότητα
2. A twisting force
- synonym:
- torsion ,
- torque
2. Μια δύναμη συστροφής
- συνώνυμο:
- στρέψη ,
- ροπή