Translation meaning & definition of the word "torrent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ενοικίαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Torrent
[Τόρεντ]/tɔrənt/
noun
1. A heavy rain
- synonym:
- downpour ,
- cloudburst ,
- deluge ,
- waterspout ,
- torrent ,
- pelter ,
- soaker
1. Μια δυνατή βροχή
- συνώνυμο:
- πουρί ,
- νεφοκάλυψη ,
- κατακλυσμός ,
- παραλία ,
- τορν ,
- πέλερ ,
- απολαμβάνων
2. A violently fast stream of water (or other liquid)
- "The houses were swept away in the torrent"
- synonym:
- torrent ,
- violent stream
2. Ένα βίαια γρήγορο ρεύμα νερού (ή άλλο υγρό)
- "Τα σπίτια παρασύρθηκαν από το χείμαρρο"
- συνώνυμο:
- τορν ,
- βίαιη ροή
3. An overwhelming number or amount
- "A flood of requests"
- "A torrent of abuse"
- synonym:
- flood ,
- inundation ,
- deluge ,
- torrent
3. Ένας συντριπτικός αριθμός ή ποσό
- "Μια πλημμύρα αιτημάτων"
- "Ένας χείμαρρος κακοποίησης"
- συνώνυμο:
- πλημμύρα ,
- κατακλυσμός ,
- τορν