Translation meaning & definition of the word "torpor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σπορ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Torpor
[Τορ]/tɔrpər/
noun
1. A state of motor and mental inactivity with a partial suspension of sensibility
- "He fell into a deep torpor"
- synonym:
- torpor ,
- torpidity
1. Κατάσταση κινητικής και πνευματικής αδράνειας με μερική αναστολή ευαισθησίας
- "Έπεσε σε μια βαθιά φωτιά"
- συνώνυμο:
- τοραπέσ ,
- τρυφερότητα
2. Inactivity resulting from lethargy and lack of vigor or energy
- synonym:
- listlessness ,
- torpidity ,
- torpidness ,
- torpor
2. Αδράνεια που προκύπτει από λήθαργο και έλλειψη σφρίγος ή ενέργεια
- συνώνυμο:
- απροσεξία ,
- τρυφερότητα ,
- τοραπέσ