Translation meaning & definition of the word "tormented" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελανιασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tormented
[Βασανίζεται]/tɔrmɛntɪd/
adjective
1. Experiencing intense pain especially mental pain
- "An anguished conscience"
- "A small tormented schoolboy"
- "A tortured witness to another's humiliation"
- synonym:
- anguished ,
- tormented ,
- tortured
1. Βιώνοντας έντονο πόνο ιδιαίτερα τον ψυχικό πόνο
- "Μια αγωνιώδης συνείδηση"
- "Ένας μικρός βασανισμένος μαθητής"
- "Ένας βασανισμένος μάρτυρας της ταπείνωσης ενός άλλου"
- συνώνυμο:
- αγωνία ,
- βασανίζεται ,
- βασανιστήρια
2. Tormented or harassed by nightmares or unreasonable fears
- "Hagridden...by visions of an imminent heaven or hell upon earth"- c.s.lewis
- synonym:
- hag-ridden ,
- hagridden ,
- tormented
2. Βασανίζονται ή παρενοχλούνται από εφιάλτες ή παράλογους φόβους
- "Συγκινημένος.από οράματα ενός επικείμενου ουρανού ή κόλασης επάνω στη γη" - κ.ς. λιούις.
- συνώνυμο:
- παζλ ,
- περιπλανώμενοσ ,
- βασανίζεται
Examples of using
I've been tormented by regret.
Με βασάνισε η λύπη.
The natives were tormented by a long spell of dry weather.
Οι ιθαγενείς βασανίστηκαν από μια μακρά περίοδο ξηρού καιρού.