Translation meaning & definition of the word "torment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοίχημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Torment
[Βασανιστήριο]/tɔrmɛnt/
noun
1. Unbearable physical pain
- synonym:
- torture ,
- torment
1. Αφόρητος σωματικός πόνος
- συνώνυμο:
- βασανιστήριο
2. Extreme mental distress
- synonym:
- anguish ,
- torment ,
- torture
2. Ακραία ψυχική δυσφορία
- συνώνυμο:
- αγωνία ,
- βασανιστήριο
3. Intense feelings of suffering
- Acute mental or physical pain
- "An agony of doubt"
- "The torments of the damned"
- synonym:
- agony ,
- torment ,
- torture
3. Έντονα συναισθήματα πόνου
- Οξύ ψυχικό ή σωματικό πόνο
- "Μια αγωνία αμφιβολίας"
- "Τα βασανιστήρια των καταραμένων"
- συνώνυμο:
- αγωνία ,
- βασανιστήριο
4. A feeling of intense annoyance caused by being tormented
- "So great was his harassment that he wanted to destroy his tormentors"
- synonym:
- harassment ,
- torment
4. Ένα αίσθημα έντονης ενόχλησης που προκαλείται από βασανισμό
- "Τόσο μεγάλη ήταν η παρενόχλησή του που ήθελε να καταστρέψει τους βασανιστές του"
- συνώνυμο:
- παρενόχληση ,
- βασανιστήριο
5. A severe affliction
- synonym:
- curse ,
- torment
5. Σοβαρή θλίψη
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- βασανιστήριο
6. The act of harassing someone
- synonym:
- badgering ,
- worrying ,
- torment ,
- bedevilment
6. Η πράξη της παρενόχλησης κάποιου
- συνώνυμο:
- αμβλύνσεισ ,
- ανησυχητικός ,
- βασανιστήριο ,
- αποπαρασίτωση
verb
1. Torment emotionally or mentally
- synonym:
- torment ,
- torture ,
- excruciate ,
- rack
1. Βασανιστήρια συναισθηματικά ή ψυχικά
- συνώνυμο:
- βασανιστήριο ,
- εκδορώ ,
- ράφι
2. Treat cruelly
- "The children tormented the stuttering teacher"
- synonym:
- torment ,
- rag ,
- bedevil ,
- crucify ,
- dun ,
- frustrate
2. Αντιμετωπίζω σκληρά
- "Τα παιδιά βασάνιζαν τον δάσκαλο τραυλισμού"
- συνώνυμο:
- βασανιστήριο ,
- πανουργία ,
- βαθύτερη ,
- σταυρώνω ,
- αμμόλοφος ,
- απογοητεύω
3. Subject to torture
- "The sinners will be tormented in hell, according to the bible"
- synonym:
- torture ,
- excruciate ,
- torment
3. Υπόκεινται σε βασανιστήρια
- "Οι αμαρτωλοί θα βασανιστούν στην κόλαση, σύμφωνα με τη βίβλο"
- συνώνυμο:
- βασανιστήριο ,
- εκδορώ
Examples of using
There is no fear in love; but perfect love casteth out fear: because fear hath torment. He that feareth is not made perfect in love.
Δεν υπάρχει φόβος στην αγάπη, αλλά η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο επειδή ο φόβος έχει βασανιστεί. Αυτός που φιλονικία δεν γίνεται τέλειος στην αγάπη.