Translation meaning & definition of the word "tor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tor
[Τορ]/tɔr/
noun
1. A prominent rock or pile of rocks on a hill
- synonym:
- tor
1. Ένας προεξέχον βράχος ή σωρός από βράχια σε ένα λόφο
- συνώνυμο:
- τραμ
2. A high rocky hill
- synonym:
- tor
2. Ένας ψηλός βραχώδης λόφος
- συνώνυμο:
- τραμ