Translation meaning & definition of the word "tops" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κορυφές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tops
[Σφουγγαρίστρεσ]/tɑps/
adjective
1. Of the highest quality
- "An ace reporter"
- "A crack shot"
- "A first-rate golfer"
- "A super party"
- "Played top-notch tennis"
- "An athlete in tiptop condition"
- "She is absolutely tops"
- synonym:
- ace ,
- A-one ,
- crack ,
- first-rate ,
- super ,
- tiptop ,
- topnotch ,
- top-notch ,
- tops(p)
1. Από την υψηλότερη ποιότητα
- "Δημοσιογράφος άσσου"
- "Μια ρωγμή πυροβολισμού"
- "Ένας πρώτης τάξεως παίκτης γκολφ"
- "Ένα σούπερ πάρτι"
- "Παίζει κορυφαίο τένις"
- "Ένας αθλητής σε κατάσταση μύτης"
- "Είναι απολύτως κορυφές"
- συνώνυμο:
- άσος ,
- Α-ένα ,
- ραβδίζω ,
- πρώτης τάξεως ,
- σούπερ ,
- πτώση ,
- τοπνευματική ,
- επάνω-εντελώς ,
- κορ()<TAG1>
Examples of using
She cut off the carrot tops.
Έκοψε τις κορυφές καρότου.