Translation meaning & definition of the word "topple" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράδειγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Topple
[Επικαλυπτόμενοσ]/tɑpəl/
verb
1. Fall down, as if collapsing
- "The tower of the world trade center tumbled after the plane hit it"
- synonym:
- tumble ,
- topple
1. Πέσει κάτω, σαν να καταρρέει
- "Ο πύργος του παγκόσμιου κέντρου εμπορίου κατέρρευσε αφού το χτύπησε το αεροπλάνο"
- συνώνυμο:
- πέφτω ,
- ανατρέπω
2. Cause to topple or tumble by pushing
- synonym:
- topple ,
- tumble ,
- tip
2. Προκαλέστε την ανατροπή ή την πτώση με την ώθηση
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- πέφτω ,
- συμβουλή