Translation meaning & definition of the word "topping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τοποθέτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Topping
[Επικάλυψη]/tɑpɪŋ/
noun
1. A flavorful addition on top of a dish
- synonym:
- topping
1. Μια γευστική προσθήκη πάνω από ένα πιάτο
- συνώνυμο:
- επικάλυψη
adjective
1. Excellent
- Best possible
- synonym:
- top-flight ,
- top-hole ,
- topping
1. Εξαιρετικός
- Καλύτερα δυνατόν
- συνώνυμο:
- κορυφαία πτήση ,
- κορυφαία τρύπα ,
- επικάλυψη