Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "topper" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάνω" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Topper

[Τόπερ]
/tɑpər/

noun

1. A worker who makes or adds the top to something

    synonym:
  • topper

1. Ένας εργαζόμενος που κάνει ή προσθέτει την κορυφή σε κάτι

    συνώνυμο:
  • τάφρος

2. A worker who cuts tops off (of trees or vegetables etc.)

    synonym:
  • topper

2. Ένας εργαζόμενος που κόβει κορυφές (από δέντρα ή λαχανικά κλπ.)

    συνώνυμο:
  • τάφρος

3. The person who is most outstanding or excellent

  • Someone who tops all others
  • "He could beat the best of them"
    synonym:
  • best
  • ,
  • topper

3. Το άτομο που είναι πιο εξαιρετικό ή εξαιρετικό

  • Κάποιος που καλύπτει όλους τους άλλους
  • "Θα μπορούσε να νικήσει τους καλύτερους από αυτούς"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα
  • ,
  • τάφρος

4. An exceedingly good witticism that surpasses all that have gone before

    synonym:
  • topper

4. Ένας εξαιρετικά καλός πνευματισμός που ξεπερνά όλα όσα έχουν πάει πριν

    συνώνυμο:
  • τάφρος

5. A woman's short coat

    synonym:
  • topper

5. Το κοντό παλτό μιας γυναίκας

    συνώνυμο:
  • τάφρος

6. A man's hat with a tall crown

  • Usually covered with silk or with beaver fur
    synonym:
  • dress hat
  • ,
  • high hat
  • ,
  • opera hat
  • ,
  • silk hat
  • ,
  • stovepipe
  • ,
  • top hat
  • ,
  • topper
  • ,
  • beaver

6. Το καπέλο ενός άνδρα με ένα ψηλό στέμμα

  • Συνήθως καλύπτεται με μετάξι ή γούνα κάστορα
    συνώνυμο:
  • φόρεμα καπέλο
  • ,
  • ψηλό καπέλο
  • ,
  • καπέλο όπερας
  • ,
  • μεταξωτό καπέλο
  • ,
  • φούρνο
  • ,
  • καπέλο
  • ,
  • τάφρος
  • ,
  • κάστορασ