Translation meaning & definition of the word "topped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σταμάτησε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Topped
[Επικαλυπτόμενοσ]/tɑpt/
adjective
1. Having a top of a specified character
- synonym:
- topped
1. Έχοντας μια κορυφή ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα
- συνώνυμο:
- περικλείει