Translation meaning & definition of the word "topology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοπολογία" στην ελληνική γλώσσα
Topology
[Τοπολογία]noun
1. Topographic study of a given place (especially the history of the place as indicated by its topography)
- "Greenland's topology has been shaped by the glaciers of the ice age"
- synonym:
- topology
1. Τοπογραφική μελέτη ενός δεδομένου τόπου (ιδιαίτερα της ιστορίας του τόπου όπως υποδεικνύει η τοπογραφία του)
- "Η τοπολογία της γροιλανδίας έχει διαμορφωθεί από τους παγετώνες της εποχής των παγετώνων"
- συνώνυμο:
- τοπολογία
2. The study of anatomy based on regions or divisions of the body and emphasizing the relations between various structures (muscles and nerves and arteries etc.) in that region
- synonym:
- regional anatomy ,
- topographic anatomy ,
- topology
2. Η μελέτη της ανατομίας βασίζεται σε περιοχές ή διαιρέσεις του σώματος και δίνει έμφαση στις σχέσεις μεταξύ διαφόρων δομών (-μυών και νεύρων κλπ
- συνώνυμο:
- περιφερειακή ανατομία ,
- τοπογραφική ανατομία ,
- τοπολογία
3. The branch of pure mathematics that deals only with the properties of a figure x that hold for every figure into which x can be transformed with a one-to-one correspondence that is continuous in both directions
- synonym:
- topology ,
- analysis situs
3. Ο κλάδος των καθαρών μαθηματικών που ασχολείται μόνο με τις ιδιότητες ενός σχήματος χ που κατέχει για κάθε σχήμα στο οποίο μπορεί να μετατραπεί και στις δύο κατευθύνσεις
- συνώνυμο:
- τοπολογία ,
- ανάλυση τύπου
4. The configuration of a communication network
- synonym:
- topology ,
- network topology
4. Η διαμόρφωση ενός δικτύου επικοινωνίας
- συνώνυμο:
- τοπολογία ,
- τοπολογία δικτύου