Translation meaning & definition of the word "topography" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοπογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Topography
[Τοπογραφία]/təpɑgrəfi/
noun
1. The configuration of a surface and the relations among its man-made and natural features
- synonym:
- topography
1. Η διαμόρφωση μιας επιφάνειας και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρωπογενών και φυσικών χαρακτηριστικών της
- συνώνυμο:
- τοπογραφία
2. Precise detailed study of the surface features of a region
- synonym:
- topography
2. Ακριβής λεπτομερής μελέτη των επιφανειακών χαρακτηριστικών μιας περιοχής
- συνώνυμο:
- τοπογραφία