Translation meaning & definition of the word "toothpick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλαβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toothpick
[Οδοντογλυφίδα]/tuθpɪk/
noun
1. Pick consisting of a small strip of wood or plastic
- Used to pick food from between the teeth
- synonym:
- toothpick
1. Επιλογή που αποτελείται από μια μικρή λωρίδα ξύλου ή πλαστικού
- Χρησιμοποιείται για να πάρει τα τρόφιμα ανάμεσα στα δόντια
- συνώνυμο:
- οδοντογλυφίδα