Translation meaning & definition of the word "toothless" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "περιττό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toothless
[Οδοντωτόσ]/tuθləs/
adjective
1. Lacking teeth
- "Most birds are toothless"
- "A toothless old crone"
- synonym:
- toothless
1. Λείπουν τα δόντια
- "Τα περισσότερα πουλιά είναι χωρίς δόντια"
- "Ένας παλιός κλώνος χωρίς δόντια"
- συνώνυμο:
- χωρίσ δόντια
2. Lacking necessary force for effectiveness
- "A toothless piece of legislation"
- synonym:
- toothless
2. Έλλειψη απαραίτητης δύναμης για την αποτελεσματικότητα
- "Ένα νομοθετικό κείμενο χωρίς δόντια"
- συνώνυμο:
- χωρίσ δόντια