Translation meaning & definition of the word "toon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τούνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toon
[Τόον]/tun/
noun
1. A film made by photographing a series of cartoon drawings to give the illusion of movement when projected in rapid sequence
- synonym:
- cartoon ,
- animated cartoon ,
- toon
1. Μια ταινία φωτογραφίζει μια σειρά από σχέδια κινουμένων σχεδίων για να δώσει την ψευδαίσθηση της κίνησης όταν προβάλλεται σε γρήγορη ακολουθία
- συνώνυμο:
- κινούμενα σχέδια ,
- τόνον