Translation meaning & definition of the word "toolbox" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργαλειοθήκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toolbox
[Εργαλειοθήκη]/tulbɔks/
noun
1. A box or chest or cabinet for holding hand tools
- synonym:
- toolbox ,
- tool chest ,
- tool cabinet ,
- tool case
1. Ένα κιβώτιο ή ένα στήθος ή ένα γραφείο για τη συγκράτηση των εργαλείων χεριών
- συνώνυμο:
- εργαλειοθήκη ,
- στήθος εργαλείων ,
- γραφείο εργαλείων ,
- θήκη εργαλείων
Examples of using
I keep my hammer in the toolbox.
Κρατάω το σφυρί μου στην εργαλειοθήκη.