Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tool" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργαλείο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tool

[Εργαλείο]
/tul/

noun

1. An implement used in the practice of a vocation

    synonym:
  • tool

1. Μια εφαρμογή που χρησιμοποιείται στην πρακτική ενός επαγγέλματος

    συνώνυμο:
  • εργαλείο

2. The means whereby some act is accomplished

  • "My greed was the instrument of my destruction"
  • "Science has given us new tools to fight disease"
    synonym:
  • instrument
  • ,
  • tool

2. Τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται κάποια πράξη

  • "Η απληστία μου ήταν το όργανο της καταστροφής μου"
  • "Η επιστήμη μας έχει δώσει νέα εργαλεία για την καταπολέμηση των ασθενειών"
    συνώνυμο:
  • όργανο
  • ,
  • εργαλείο

3. A person who is controlled by others and is used to perform unpleasant or dishonest tasks for someone else

    synonym:
  • creature
  • ,
  • tool
  • ,
  • puppet

3. Ένα άτομο που ελέγχεται από άλλους και χρησιμοποιείται για να εκτελέσει δυσάρεστα ή ανέντιμα καθήκοντα για κάποιον άλλο

    συνώνυμο:
  • πλάσμα
  • ,
  • εργαλείο
  • ,
  • μαριονέτα

4. Obscene terms for penis

    synonym:
  • cock
  • ,
  • prick
  • ,
  • dick
  • ,
  • shaft
  • ,
  • pecker
  • ,
  • peter
  • ,
  • tool
  • ,
  • putz

4. Άσεμνοι όροι για το πέος

    συνώνυμο:
  • πουλί
  • ,
  • τσιμπώ
  • ,
  • άξονας
  • ,
  • πέκτορασ
  • ,
  • πέτρος
  • ,
  • εργαλείο
  • ,
  • πούτσες

verb

1. Drive

  • "The convertible tooled down the street"
    synonym:
  • tool

1. Οδηγώ

  • "Το μετατρέψιμο εργαλείο κάτω από το δρόμο"
    συνώνυμο:
  • εργαλείο

2. Ride in a car with no particular goal and just for the pleasure of it

  • "We tooled down the street"
    synonym:
  • joyride
  • ,
  • tool
  • ,
  • tool around

2. Βόλτα σε ένα αυτοκίνητο χωρίς ιδιαίτερο στόχο και μόνο για την ευχαρίστηση του

  • "Ετοιμάσαμε το δρόμο"
    συνώνυμο:
  • παρασυρόμενοσ
  • ,
  • εργαλείο
  • ,
  • εργαλείο γύρω

3. Furnish with tools

    synonym:
  • tool

3. Έπιπλα με εργαλεία

    συνώνυμο:
  • εργαλείο

4. Work with a tool

    synonym:
  • tool

4. Εργασία με ένα εργαλείο

    συνώνυμο:
  • εργαλείο

Examples of using

Do you have a file in the tool chest?
Έχετε ένα αρχείο στο στήθος του εργαλείου?
This tool will come in handy during the trip.
Αυτό το εργαλείο θα είναι χρήσιμο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
A ball-pen became a universal handwriting tool, replacing fountain pen.
Ένα στυλό έγινε ένα καθολικό εργαλείο γραφής, αντικαθιστώντας το στυλό σιντριβάνι.