Translation meaning & definition of the word "too" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Too
[Πάρα πολύ]/tu/
adverb
1. To a degree exceeding normal or proper limits
- "Too big"
- synonym:
- excessively ,
- overly ,
- to a fault ,
- too
1. Σε βαθμό που υπερβαίνει τα κανονικά ή κατάλληλα όρια
- "Πολύ μεγάλο"
- συνώνυμο:
- υπερβολικά ,
- λάθος ,
- επίσης
2. In addition
- "He has a mercedes, too"
- synonym:
- besides ,
- too ,
- also ,
- likewise ,
- as well
2. Επιπλέον
- "Έχει και μερσέντες"
- συνώνυμο:
- εκτός από ,
- επίσης ,
- ομοίως
Examples of using
Aren't you too a little bit romantic, Mary?
Δεν είσαι λίγο ρομαντική, Μαίρη?
Bending the cable too tightly can also adversely affect the signal quality.
Η κάμψη του καλωδίου πολύ σφιχτά μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα του σήματος.
I don't like to sit too close to the screen.
Δεν μου αρέσει να κάθομαι πολύ κοντά στην οθόνη.