Translation meaning & definition of the word "tonic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τονωτικό" στην ελληνική γλώσσα
Tonic
[Τονωτικό]noun
1. Lime- or lemon-flavored carbonated water containing quinine
- synonym:
- tonic ,
- tonic water ,
- quinine water
1. Ανθρακούχο νερό με γεύση λάιμ ή λεμόνι που περιέχει κινίνη
- συνώνυμο:
- τονωτικό ,
- τονωτικό νερό ,
- κινινικό νερό
2. A sweet drink containing carbonated water and flavoring
- "In new england they call sodas tonics"
- synonym:
- pop ,
- soda ,
- soda pop ,
- soda water ,
- tonic
2. Ένα γλυκό ποτό που περιέχει ανθρακούχο νερό και αρωματισμό
- "Στη νέα αγγλία αποκαλούν τονωτικά τα αναψυκτικά"
- συνώνυμο:
- πολ ,
- σόδα ,
- σόδα ποπ ,
- σόδα νερό ,
- τονωτικό
3. (music) the first note of a diatonic scale
- synonym:
- tonic ,
- keynote
3. (μουσική) η πρώτη νότα διατονικής κλίμακας
- συνώνυμο:
- τονωτικό ,
- κεντρικό σημείωμα
4. A medicine that strengthens and invigorates
- synonym:
- tonic ,
- restorative
4. Ένα φάρμακο που ενισχύει και αναζωογονεί
- συνώνυμο:
- τονωτικό ,
- αποκατάσταση
adjective
1. Of or relating to or producing normal tone or tonus in muscles or tissue
- "A tonic reflex"
- "Tonic muscle contraction"
- synonym:
- tonic
1. Από ή σχετίζονται ή παράγουν φυσιολογικό τόνο ή τόνο στους μύες ή τον ιστό
- "Τονωτικό αντανακλαστικό"
- "Τονική συστολή μυών"
- συνώνυμο:
- τονωτικό
2. Employing variations in pitch to distinguish meanings of otherwise similar words
- "Chinese is a tonal language"
- synonym:
- tonic ,
- tonal
2. Χρησιμοποιώντας παραλλαγές στον τόνο για να διακρίνει τις έννοιες των κατά τα άλλα παρόμοιων λέξεων
- "Τα κινέζικα είναι μια τονική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- τονωτικό ,
- τόνος
3. Used of syllables
- "A tonic syllables carries the main stress in a word"
- synonym:
- tonic ,
- accented
3. Χρησιμοποιείται από συλλαβές
- "Μια τονωτική συλλαβή φέρνει το κύριο στρες σε μια λέξη"
- συνώνυμο:
- τονωτικό ,
- τονισμένο
4. Relating to or being the keynote of a major or minor scale
- "Tonic harmony"
- synonym:
- tonic
4. Σχετικά με ή είναι η κεντρική σημείωση μεγάλης ή μικρής κλίμακας
- "Τονική αρμονία"
- συνώνυμο:
- τονωτικό
5. Imparting vitality and energy
- "The bracing mountain air"
- synonym:
- bracing ,
- brisk ,
- fresh ,
- refreshing ,
- refreshful ,
- tonic
5. Μεταδίδοντας ζωτικότητα και ενέργεια
- "Ο αέρας του βουνού"
- συνώνυμο:
- προετοιμασία ,
- βρυχικόσ ,
- φρέσκο ,
- αναζωογονητικός ,
- ανανεωμένοσ ,
- τονωτικό