Translation meaning & definition of the word "tonga" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόνγκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tonga
[Τόνγκα]/tɑngə/
noun
1. A monarchy on a polynesian archipelago in the south pacific
- Achieved independence from the united kingdom in 1970
- synonym:
- Tonga ,
- Kingdom of Tonga ,
- Friendly Islands
1. Μια μοναρχία σε ένα αρχιπέλαγος της πολυνησίας στο νότιο ειρηνικό
- Απέκτησε την ανεξαρτησία της από το ηνωμένο βασίλειο το 1970
- συνώνυμο:
- Τόνγκα ,
- Βασίλειο της Τόνγκα ,
- Νησιά φιλικά
2. The language of the tongan people of south central africa (zambia and rhodesia)
- synonym:
- Tonga
2. Η γλώσσα των τονγκανικών λαών της νότιας κεντρικής αφρικής (ζάμπια και ροδεσια)
- συνώνυμο:
- Τόνγκα